εντεροπλαστική

εντεροπλαστική
η
χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αποκατάσταση τής φυσιολογικής διαμέτρου τού εντερικού σωλήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντεροπλαστική — η βλ. εντεροπλασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντεροπλασία — εντεροπλασία, η και εντεροπλαστική, η (ιατρ.), χειρουργική επέμβαση για την αντικατάσταση βλαμμένου τμήματος του εντέρου με άλλο υγιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”